προφυλακή

προφυλακή
η
1. η φρουρά που είναι μπροστά, που προηγείται.
2. στον πληθ., προφυλακές το σύνολο των μέτρων που παίρνει ένα στρατιωτικό τμήμα που σταθμεύει κάπου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προφυλακῇ — προφυλακή guard in front fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακή — guard in front fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακαῖς — προφυλακή guard in front fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακαί — προφυλακή guard in front fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακῆς — προφυλακή guard in front fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακήν — προφυλακή guard in front fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακῶν — προφυλακή guard in front fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβολιστής — Στρατιώτης που έχει πάρει θέση σε ακροβολιστικό σχηματισμό στην αρχική φάση της επίθεσης. Οι α. αναπτύσσουν τους σχηματισμούς τους από 1.000 έως 7.000 μ. πιο μπροστά από την προφυλακή, η οποία βαδίζει συντεταγμένη σε φάλαγγες ως το κύριο σώμα του …   Dictionary of Greek

  • προφυλακίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. ναῡς) πλοίο που έχει ταχθεί ως προφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλακή + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”